Με τα πόδια κρεμασμένα από τα μπράτσα της πολυθρόνας, κοιτούσα έξω από το μπαλκόνι χωμμένη ανάμεσα σε πολλά ρούχα. Τα πόδια μου αιωρούνταν και λικνίζονταν ρυθμικά χωρίς να το καταλάβω. Έξω από το σπίτι φωνές και φασαρία, αλλά εγώ ήθελα να μείνω κλεισμένη μέσα στους τέσσερις τοίχους, τους κρύους τέσσερις τοίχους, που μου φαίνονταν ακόμα πιο ψηλοί από ποτέ. Σαν μαγνήτης με κρατούσε η πολυθρόνα μέσα της, όπως μια μαμά αγκαλιάζει σφιχτά το παιδί της και δε το αφήνει να φύγει. Ήμουν το παιδί της πολυθρόνας. Δε θυμάμαι πόσο καιρό έχω να λούσω τα μαλλιά μου, δε με νοιάζει, δε βγαίνω έξω. Θέλω οι κουρτίνες να ναι κλειστές, τις ανοίγω λίγο μόνο αν θέλω να ανοίξω το παράθυρο για να βγει έξω ο καπνός από τα τσιγάρα. Αυτός ο καπνός πηγαινοέρχεται συνέχεια και σε ησυχία δε με αφήνει, οπότε του ανοίγω και 'γω τον δρόμο και τον διώχνω.
Το σπίτι μου είναι καθαρό και συμμαζεμένο, καθαρίζω και συγυρίζω αυτό μιας και δε μπορώ να κάνω το ίδιο με τις σκέψεις μου.
Πότε με έχασα και σε ποιον δρόμο ήμουν;. Θυμάμαι την τελευταία φορά που ήμουν έξω, περπατούσα την παραλιακή μόνη μου, ήταν περασμένες τέσσερις το βράδυ, είχα βγει, είχα πιει και δε περνούσα καλά. Με το που είχα μπει σπίτι μου χωρίς να ξεβαφτώ, χωρίς να βγάλω παπούτσια, κάθισα στο γραφείο μου και άνοιξα το τετράδιο με τις σημειώσεις μου. Όλη η ζωή που έζησα μέχρι τώρα ήταν η ζωή κάποιου άλλου. Σαν να βλέπω στιγμές από μια ταινία που ακόμα δεν έχει γυριστεί φαντάστηκα την ζωή μου σε fast forward συμπυκνωμένη μέσα σε 5 λεπτά. Να παίρνω ένα αεροπλάνο, να προσγειώνομαι σε χώρα που δεν ξέρω κανέναν, να ξεκινάω από το μηδέν, όπως ο φοίνικας που καίγεται και ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του. Τόσο συγκρουόμενο τοπίο. Από την μία εγώ μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και από την άλλη το άλλο μου εγώ έχει κάνει όσα εγώ φοβόμουνα.
Πρήστηκαν τα βλέφαρα μου από το κλάμα, έβαλα πάγο για να ανακουφίσω τον πόνο. Γιατί είχα γίνει μια μάζα από κόκαλα και δέρμα; Γιατί τα μάτια μου κοιτούσαν και δεν έβλεπαν και το στόμα μου έβγαζε ήχους αλλά δεν μιλούσε. Ήθελα τόσα να πω: Μου αρέσει να χορεύω στα μπαράκια σαν να μη με κοιτάει κανείς,μου αρέσει να περπατάω σε όμορφες αμμουδιές χωρίς παντόφλες, μου αρέσεις εσύ, θέλω να πάμε ένα ταξίδι, θέλω να μάθω να κάνω γλυκά, τόσο πολλά καταπιεσμένα ''θέλω'' σε μια καφετί χαρτόκουτα, χωμένη στο πατάρι του μυαλού μου.
Ανέβηκε και ο ήλιος στον ουρανό να μου θυμήσει πως το πρωί είναι όλα καλύτερα. Ίσως έπρεπε να κοιμηθώ, αλλά οι σκέψεις, σαν κακιές πεθερές μουρμούριζαν μέσα μου και έκανα συζήτηση μαζί τους. Έκλεισα το παντζούρι, όμωσ άφησα την μπαλκονόπορτα ανοιχτή να ακούω τι γίνεται έξω. Μου αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους. Να βλέπω την έκφραση τους όταν συμβαίνει κάτι παράταιρο, να ακούω τους καυγάδες τους και πως τους λύνουν, τι μουσική ακούνε, τι ρούχα φοράνε και γιατί. Όλο αυτό γιατί προσπαθώ να ταυτιστώ μαζί τους, να νιώσω ότι δεν είμαι η μόνη που νιώθει έτσι.
Τελικά με πήρε ο ύπνος κατά το μεσημέρι και στο όνειρο μου είδα πως καθόμουν στην άκρη ενός καραβιού, φορώντας ένα παλιό τζιν και ένα oversized πουλόβερ. Άνοιξα την τσάντα μου λέει και μέσα είχε ένα γράμμα, γραμμένο άπο τον παλιό μου εαυτό με παραλήπτη εμένα. Μου έλεγα να θυμάμαι πως πρέπει να κάνω ό,τι με φοβίζει γιατί αυτό ειναι που θα με κάνει αλήθεια ευτυχισμένη.
Ξύπνησα ιδρωμένη με μία πικρή γεύση στο στόμα. Έχετε φτάσει στο σημείο να μην ξέρετε ποιος είστε; Όχι πως σας λένε, τι δουλειά κάνετε και πόσα κατοικίδια έχετε. Τι σας αρέσει να κάνετε τι αλήθεια σας φέρνει ευφορία. Να βρεις τον εαυτό σου είναι πολύ σπουδαίο πράγμα. Χρειάζεται πιο πολύ προσπάθεια από όλα τις εξετάσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια και από όλες τις δουλειές. Και αν το βρεις, βρήκες την χρυσή τομή.
Αποφάσισα. Φτιάχνω μία βαλίτσα και πάω στον Πειραιά. Κόβω εισητήριο χωρίς επιστροφή για ένα μικρό νησάκι και όσο περιμένω κάθομαι σε ένα μικρό καφέ κοντά στο λιμάνι και παίρνω έναν ελληνικό. Κάνει κρύο αλλά κάθομαι έξω και μία γάτα τρίβεται στα πόδια μου. Παίρνω μία βαθιά ανάσα σαν να μυρίζω το καυσαέριο τησ μεγάλης πόλης για τελευταία φορά. Γράφω στον εαυτό μου ένα γράμμα.
"Να κάνεις πάντα αυτό που φοβάσαι γιατί αυτό είναι που θα σε κάνει αλήθεια ευτυχισμένη"
Το σπίτι μου είναι καθαρό και συμμαζεμένο, καθαρίζω και συγυρίζω αυτό μιας και δε μπορώ να κάνω το ίδιο με τις σκέψεις μου.
Πότε με έχασα και σε ποιον δρόμο ήμουν;. Θυμάμαι την τελευταία φορά που ήμουν έξω, περπατούσα την παραλιακή μόνη μου, ήταν περασμένες τέσσερις το βράδυ, είχα βγει, είχα πιει και δε περνούσα καλά. Με το που είχα μπει σπίτι μου χωρίς να ξεβαφτώ, χωρίς να βγάλω παπούτσια, κάθισα στο γραφείο μου και άνοιξα το τετράδιο με τις σημειώσεις μου. Όλη η ζωή που έζησα μέχρι τώρα ήταν η ζωή κάποιου άλλου. Σαν να βλέπω στιγμές από μια ταινία που ακόμα δεν έχει γυριστεί φαντάστηκα την ζωή μου σε fast forward συμπυκνωμένη μέσα σε 5 λεπτά. Να παίρνω ένα αεροπλάνο, να προσγειώνομαι σε χώρα που δεν ξέρω κανέναν, να ξεκινάω από το μηδέν, όπως ο φοίνικας που καίγεται και ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του. Τόσο συγκρουόμενο τοπίο. Από την μία εγώ μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και από την άλλη το άλλο μου εγώ έχει κάνει όσα εγώ φοβόμουνα.
Πρήστηκαν τα βλέφαρα μου από το κλάμα, έβαλα πάγο για να ανακουφίσω τον πόνο. Γιατί είχα γίνει μια μάζα από κόκαλα και δέρμα; Γιατί τα μάτια μου κοιτούσαν και δεν έβλεπαν και το στόμα μου έβγαζε ήχους αλλά δεν μιλούσε. Ήθελα τόσα να πω: Μου αρέσει να χορεύω στα μπαράκια σαν να μη με κοιτάει κανείς,μου αρέσει να περπατάω σε όμορφες αμμουδιές χωρίς παντόφλες, μου αρέσεις εσύ, θέλω να πάμε ένα ταξίδι, θέλω να μάθω να κάνω γλυκά, τόσο πολλά καταπιεσμένα ''θέλω'' σε μια καφετί χαρτόκουτα, χωμένη στο πατάρι του μυαλού μου.
Ανέβηκε και ο ήλιος στον ουρανό να μου θυμήσει πως το πρωί είναι όλα καλύτερα. Ίσως έπρεπε να κοιμηθώ, αλλά οι σκέψεις, σαν κακιές πεθερές μουρμούριζαν μέσα μου και έκανα συζήτηση μαζί τους. Έκλεισα το παντζούρι, όμωσ άφησα την μπαλκονόπορτα ανοιχτή να ακούω τι γίνεται έξω. Μου αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους. Να βλέπω την έκφραση τους όταν συμβαίνει κάτι παράταιρο, να ακούω τους καυγάδες τους και πως τους λύνουν, τι μουσική ακούνε, τι ρούχα φοράνε και γιατί. Όλο αυτό γιατί προσπαθώ να ταυτιστώ μαζί τους, να νιώσω ότι δεν είμαι η μόνη που νιώθει έτσι.
Τελικά με πήρε ο ύπνος κατά το μεσημέρι και στο όνειρο μου είδα πως καθόμουν στην άκρη ενός καραβιού, φορώντας ένα παλιό τζιν και ένα oversized πουλόβερ. Άνοιξα την τσάντα μου λέει και μέσα είχε ένα γράμμα, γραμμένο άπο τον παλιό μου εαυτό με παραλήπτη εμένα. Μου έλεγα να θυμάμαι πως πρέπει να κάνω ό,τι με φοβίζει γιατί αυτό ειναι που θα με κάνει αλήθεια ευτυχισμένη.
Ξύπνησα ιδρωμένη με μία πικρή γεύση στο στόμα. Έχετε φτάσει στο σημείο να μην ξέρετε ποιος είστε; Όχι πως σας λένε, τι δουλειά κάνετε και πόσα κατοικίδια έχετε. Τι σας αρέσει να κάνετε τι αλήθεια σας φέρνει ευφορία. Να βρεις τον εαυτό σου είναι πολύ σπουδαίο πράγμα. Χρειάζεται πιο πολύ προσπάθεια από όλα τις εξετάσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια και από όλες τις δουλειές. Και αν το βρεις, βρήκες την χρυσή τομή.
Αποφάσισα. Φτιάχνω μία βαλίτσα και πάω στον Πειραιά. Κόβω εισητήριο χωρίς επιστροφή για ένα μικρό νησάκι και όσο περιμένω κάθομαι σε ένα μικρό καφέ κοντά στο λιμάνι και παίρνω έναν ελληνικό. Κάνει κρύο αλλά κάθομαι έξω και μία γάτα τρίβεται στα πόδια μου. Παίρνω μία βαθιά ανάσα σαν να μυρίζω το καυσαέριο τησ μεγάλης πόλης για τελευταία φορά. Γράφω στον εαυτό μου ένα γράμμα.
"Να κάνεις πάντα αυτό που φοβάσαι γιατί αυτό είναι που θα σε κάνει αλήθεια ευτυχισμένη"
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου